του Κώστα Χατζίδη από το pheme.gr
Ξυπνήσαμε ένα πρωί και όλα γύρω μας είχαν αλλάξει. Δεν προλάβουμε να ρωτήσουμε τι έχει συμβεί. Σε ένα κόσμο που καταρρέει σαν χάρτινος πύργος, δεν ρωτάς τρέχεις, δεν ψάχνεις να βρεις το γιατί, κοιτάς να δεις ασφαλές σημείο να σταθείς.
Γρήγορα συνειδητοποιήσαμε ότι ασφαλές σημείο δεν υπήρχε. Όπου δοκιμάζαμε να πατήσουμε, προέκυπτε το κενό, η ρωγμή του ενεστώτος χρόνου.
Την αρχική βουβαμάρα διαδέχθηκε ο ήχος των εκρήξεων, ο εκκωφαντικός θόρυβος της πτώσης, της ολικής καταστροφής.
Λες και κάποιοι άγνωστοι εχθροί μας έπιασαν στον ύπνο και ναρκοθέτησαν κάθε σημείο της πόλης. Ακροβολισμένοι στρατιώτες δεν υπήρχαν, ούτε άρματα στους δρόμους, μα ήταν πόλεμος.
Το αισθανόσουν από την πρώτη στιγμή, κι ας μην υπήρχε απαγόρευση της κυκλοφορίας, επιστράτευση των εφέδρων, αποχαιρετισμοί, πύρινοι λόγοι για τον υπέρ πάντων αγώνα.
Οι προειδοποιητικές σειρήνες δεν ήχησαν ποτέ. Δεν υπήρχε λόγος. Η χώρα είχε παραδοθεί άνευ όρων, χωρίς να πέσει ούτε μια τουφεκιά.
Οι άρχοντες της πόλης, όσοι ορκίστηκαν να φυλάττουν θερμοπύλες, να υπηρετούν τους πολίτες και την κοινωνία, από καιρό ναρκωμένοι και χαύνοι στα πολυτελή διαμερίσματα που απέκτησαν κατά την άσκηση των δημόσιων ρόλων τους, δεν ξεμύτισαν ούτε μια στιγμή.
Αγκιστρωμένοι στην ευμάρεια που τους παρείχαν οι δημόσιες θέσεις και οι αφανείς χρηματοδότες τους, πίστεψαν ότι η κρίση δεν τους αφορά, και έσπευσαν να κλείσουν την πόρτα.
Όταν κατακάθισε ο κουρνιαχτός και ξεπρόβαλε η έρημη πόλη, οι άρχοντες και οι αρχόντισσες της πόλης, απαστράπτουσες κυρίες και κοστουμαρισμένοι κύριοι, έσπευσαν στο Κοινοβούλιο να εξετάσουν τις αιτίες, να προτείνουν λύσεις, να απευθυνθούν στο λαό.
Η σύσκεψη ολοκληρώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο, έπρεπε να αντιμετωπισθεί ο εχθρός. Ο λαός δηλαδή που ζητούσε απαντήσεις!..
Ο ένας, βαρύς και ράθυμος από την ανάκλιντρη ζωή του, είπε μαζί τα φάγαμε, ο άλλος, με φωνή επιτηδευμένα μπάσα και βραχνή που προσδίδει κύρος, λογική και σύνεση, είπε η πηγή του κακού είναι το ένα εκατομμύριο των δημοσίων υπαλλήλων.
Οι δειπνοσοφιστές, που αυτοπροβάλλονται ως το βαλκανικό έκδοχο της σιδηράς πυγμής και πειθαρχίας, καταδίκασαν ως κύριο ένοχο τις συντεχνίες και ζήτησαν την παραδειγματική τους τιμωρία.
Η κοινωνία σιώπησε.
Για δυο χρόνια ανέχτηκε αδιαμαρτύρητα τις ύβρεις, δέχθηκε τη δημιουργική εξίσωση των ευθυνών.
Έτσι κύλισε ο καιρός. Το ερώτημα που έμενε αναπάντητο ήταν αν τα δυο χρόνια γίνουν επτά, και αν τα επτά συνιστούσαν μια νέα επώδυνη επταετία όχι των συνταγματαρχών, αλλά των επίορκων βουλευτών που άφησαν απροστάτευτη τη χώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου