Tου Πάσχου Μανδραβέλη
Είναι
κρίμα που οι δικοί μας φωστήρες δεν έχουν χρόνο να πεταχτούν μέχρι την
Ιταλία, για να εξηγήσουν στον κ. Μάριο Μόντι και στους τεχνοκράτες του
«τι εστί ανάπτυξη». Διότι κατά πώς φαίνεται και οι Ιταλοί δεν
χαμπαριάζουν από «Greconomics». Ακολουθούν λανθασμένο μείγμα πολιτικής
της Ε.Ε. και του ΔΝΤ. Δεν έχουν ούτε έναν Σαμαρά να τους εξηγήσει ότι
μπορεί η οικονομία να ανθήσει σε δεκαοχτώ μήνες χωρίς περικοπές δαπανών
και με γενναίες μειώσεις της φορολογίας.
Ετσι η κυβέρνηση του κ. Μόντι χρησιμοποιεί λίγο πολύ τη δική μας συνταγή. Είναι αυτή που, σύμφωνα με τον εισηγητή του προϋπολογισμού εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ κ. Δ. Παπαδημούλη, «οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε επιδείνωση της ύφεσης, της ανεργίας, στην ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων, στην αύξηση του χρέους στο όνομα του οποίου μπήκαμε στο Μνημόνιο και τέλος στη διατήρηση του δημοσιονομικού εκτροχιασμού». Δεν βρέθηκε ένας τηλεαστέρας να τους εξηγήσει ότι η άνθηση της οικονομίας δεν είναι θέμα εσόδων - εξόδων, αλλά πρόκειται κατά βάθος για ένα «αεικίνητο plus», σύμφωνα με το οποίο όσα περισσότερα ξοδεύεις τόσα περισσότερα σου περισσεύουν. Είναι μια μεγαλοφυής θεωρία, που δυστυχώς δεν μεταφράζεται στα αγγλικά. Το ένα εκατομμύριο δολάρια του Βραβείου Νομπέλ θα βοηθούσε κάπως στην εξισορρόπηση του πολύπαθου ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Βεβαίως θα χρειαζόμασταν ακόμη 1.999 διακρίσεις αυτού του μεγέθους για να μηδενίσουμε το έλλειμμα, αλλά Νομπέλ - Νομπέλ γεμίζει το σακούλι.
Εν αγνοία της λοιπόν για τις νέες οικονομικές θεωρίες, η ιταλική κυβέρνηση ανακοίνωσε αύξηση του ΦΠΑ από 21% σε 23%· επαναφορά του φόρου ακίνητης περιουσίας (η πρώτη θα κατοικία φορολογείται με συντελεστή 0,4% οι υπόλοιπες με 0,75%) και οριζόντιες περικοπές φοροαπαλλαγών. Μόνο τις κατώτατες συντάξεις δεν πείραξε η ιταλική κυβέρνηση, αλλά η υπουργός Εργασίας Ελσα Φορνέρο ανακοίνωσε με δάκρυα στα μάτια, ότι θα αυξήσει τα όρια ηλικίας στα 66 χρόνια για τους άνδρες και στα 63 για τις γυναίκες. Γενικώς η κυβέρνηση Μόντι δεν υπολόγισε ότι θα στραγγίξει η αγορά και ανακοίνωσε επιπλέον φόρους 17 - 18 δισ. ευρώ και περικοπές δημοσίων δαπανών 12 - 13 δισ. ευρώ.
Το αστείο δε είναι πως ο κ. Μόντι δήλωσε ότι «χωρίς τα μέτρα πιστεύουμε ότι η Ιταλία θα βυθιστεί σε μία κατάσταση ανάλογη της Ελλάδας, χώρα για την οποία τρέφουμε μεγάλη συμπάθεια, αλλά δεν θέλουμε να μιμηθούμε». Προφανώς εννοεί ότι «χωρίς την εφαρμογή των μέτρων η Ιταλία μπορεί να γίνει Ελλάδα», διότι από ανακοινώσεις μέτρων τους έχουμε προλάβει και τους έχουμε υπερκεράσει. Στην εφαρμογή χωλαίνουμε, αφού κυβερνητικοί, αντιπολιτευόμενοι, ΜΜΕ και λοιποί παρατρεχάμενοι έχουν μπολιαστεί από το δόγμα του «ξοδεύω για να έχω».
Δυστυχώς, ο κεϋνσιανισμός σε ανοιχτές οικονομίες δεν δουλεύει. Ούτε σε χώρες που έχουν ισχυρή παραγωγική βάση, όπως είναι -σε αντίθεση με την Ελλάδα- η Ιταλία. Οσο η πολιτική παραμένει αποσπασματική και κλεισμένη σε εθνικά σύνορα, οι αγορές θα κάνουν πάρτι. Μόνο σε παγκόσμιο επίπεδο ή έστω από τις μεγάλες οικονομίες της Δύσης μπορούν να εφαρμοστούν πολιτικές ρύθμισης. Αλλά και αυτές δεν θα είναι δωρεάν. Εμείς τα ελλείμματα θα πρέπει να τα μειώσουμε, ό,τι και αν συμβεί στο εξωτερικό.
Ετσι η κυβέρνηση του κ. Μόντι χρησιμοποιεί λίγο πολύ τη δική μας συνταγή. Είναι αυτή που, σύμφωνα με τον εισηγητή του προϋπολογισμού εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ κ. Δ. Παπαδημούλη, «οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε επιδείνωση της ύφεσης, της ανεργίας, στην ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων, στην αύξηση του χρέους στο όνομα του οποίου μπήκαμε στο Μνημόνιο και τέλος στη διατήρηση του δημοσιονομικού εκτροχιασμού». Δεν βρέθηκε ένας τηλεαστέρας να τους εξηγήσει ότι η άνθηση της οικονομίας δεν είναι θέμα εσόδων - εξόδων, αλλά πρόκειται κατά βάθος για ένα «αεικίνητο plus», σύμφωνα με το οποίο όσα περισσότερα ξοδεύεις τόσα περισσότερα σου περισσεύουν. Είναι μια μεγαλοφυής θεωρία, που δυστυχώς δεν μεταφράζεται στα αγγλικά. Το ένα εκατομμύριο δολάρια του Βραβείου Νομπέλ θα βοηθούσε κάπως στην εξισορρόπηση του πολύπαθου ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Βεβαίως θα χρειαζόμασταν ακόμη 1.999 διακρίσεις αυτού του μεγέθους για να μηδενίσουμε το έλλειμμα, αλλά Νομπέλ - Νομπέλ γεμίζει το σακούλι.
Εν αγνοία της λοιπόν για τις νέες οικονομικές θεωρίες, η ιταλική κυβέρνηση ανακοίνωσε αύξηση του ΦΠΑ από 21% σε 23%· επαναφορά του φόρου ακίνητης περιουσίας (η πρώτη θα κατοικία φορολογείται με συντελεστή 0,4% οι υπόλοιπες με 0,75%) και οριζόντιες περικοπές φοροαπαλλαγών. Μόνο τις κατώτατες συντάξεις δεν πείραξε η ιταλική κυβέρνηση, αλλά η υπουργός Εργασίας Ελσα Φορνέρο ανακοίνωσε με δάκρυα στα μάτια, ότι θα αυξήσει τα όρια ηλικίας στα 66 χρόνια για τους άνδρες και στα 63 για τις γυναίκες. Γενικώς η κυβέρνηση Μόντι δεν υπολόγισε ότι θα στραγγίξει η αγορά και ανακοίνωσε επιπλέον φόρους 17 - 18 δισ. ευρώ και περικοπές δημοσίων δαπανών 12 - 13 δισ. ευρώ.
Το αστείο δε είναι πως ο κ. Μόντι δήλωσε ότι «χωρίς τα μέτρα πιστεύουμε ότι η Ιταλία θα βυθιστεί σε μία κατάσταση ανάλογη της Ελλάδας, χώρα για την οποία τρέφουμε μεγάλη συμπάθεια, αλλά δεν θέλουμε να μιμηθούμε». Προφανώς εννοεί ότι «χωρίς την εφαρμογή των μέτρων η Ιταλία μπορεί να γίνει Ελλάδα», διότι από ανακοινώσεις μέτρων τους έχουμε προλάβει και τους έχουμε υπερκεράσει. Στην εφαρμογή χωλαίνουμε, αφού κυβερνητικοί, αντιπολιτευόμενοι, ΜΜΕ και λοιποί παρατρεχάμενοι έχουν μπολιαστεί από το δόγμα του «ξοδεύω για να έχω».
Δυστυχώς, ο κεϋνσιανισμός σε ανοιχτές οικονομίες δεν δουλεύει. Ούτε σε χώρες που έχουν ισχυρή παραγωγική βάση, όπως είναι -σε αντίθεση με την Ελλάδα- η Ιταλία. Οσο η πολιτική παραμένει αποσπασματική και κλεισμένη σε εθνικά σύνορα, οι αγορές θα κάνουν πάρτι. Μόνο σε παγκόσμιο επίπεδο ή έστω από τις μεγάλες οικονομίες της Δύσης μπορούν να εφαρμοστούν πολιτικές ρύθμισης. Αλλά και αυτές δεν θα είναι δωρεάν. Εμείς τα ελλείμματα θα πρέπει να τα μειώσουμε, ό,τι και αν συμβεί στο εξωτερικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου