Σύµφωνα µε στοιχεία του υπουργείου Παιδείας, το ποσοστό των αλλοδαπών
που φοίτησαν στα ελληνικά σχολεία το 2010-2011 ήταν πάνω από 10%. Ποια
όµως είναι η ταυτότητα αυτών των µαθητών; Ταυτίζονται καθόλου µε την
Ελλάδα και µάλιστα σε αυτές τις κρίσιµες στιγµές που διέρχεται η χώρα;
Προεκτείνοντας τις απόψεις που διατύπωσα στην επιφυλλίδα της 6ης
Νοεµβρίου θα έλεγα ότι το παράδοξο της ταυτότητας έγκειται στο ότι
συνδυάζει τη µοναδικότητα µε την παγκοσµιότητα. Kαίτοι είναι έννοια
δυτικής έµπνευσης, η πολιτική της ταυτότητας υιοθετείται σήµερα σε
παγκόσµια κλίµακα και τούτο συνεπάγεται την εσωτερίκευση και επίρρωση
της ατοµικιστικής παράδοσης της ∆ύσης. Συχνά πολλοί αναζητούν ή
επιδιώκουν να προσδιορίσουν τα εγγενή γνωρίσµατα κάθε εθνικής
ταυτότητας, παραβλέποντας το γεγονός ότι η ταυτότητα συνίσταται από µια
σειρά ταυτίσεις τις οποίες άτοµα ή οµάδες υιοθετούν κατά καιρούς. Aυτό
άλλωστε επιβεβαιώνει και µια πρόχειρη µατιά στην ελληνική ιστορία.
Mετά την ανεξαρτησία της Eλλάδας το διακύβευµα ήταν το πέρασµα από µια
θρησκευτική σε µια κοσµική ταυτότητα που αντιστοιχούσε στη µετάβαση από
το ορθόδοξο millet στο δυτικοπρεπές έθνος-κράτος ή κατ’ άλλους µια
σταδιακή µεταστροφή από µια εσωστρεφή πολιτισµική ταυτότητα
προσανατολισµένη στην Aνατολή σε µια εξωστρεφή και πολιτική στραµµένη
προς τη ∆ύση. Aς µην ξεχνούµε άλλωστε ότι το σύνταγµα της Eπιδαύρου
(1822) όριζε τους Ελληνες µε βάση το θρήσκευµα και όχι τη γλώσσα ή την
εθνότητα, ενώ λίγα χρόνια αργότερα (1833) η Eλληνική Eκκλησία ήταν η
πρώτη από όλες τις βαλκανικές που διακήρυξε το αυτοκέφαλο.
Η κοινή καταγωγή δεν είχε πάντοτε µεγάλη σηµασία όσο το πώς και γιατί
κάποιες οµάδες ταυτίζονταν µε το ελληνικό έθνος. Ενας Αρουµάνος (Βλάχος)
ή Αρβανίτης θα µπορούσε να θεωρηθεί Ελληνας µε την προϋπόθεση ότι ήταν
χριστιανός και υποστήριζε τις ελληνικές θέσεις. Oι έλληνες καθολικοί στα
νησιά του Aιγαίου αρνήθηκαν να συµµετάσχουν στον αγώνα της
Aνεξαρτησίας, ενώ οι ορθόδοξοι αλβανόφωνοι της Υδρας και των Σπετσών
συµµετείχαν. Στα Bαλκάνια παλαιότερα οι εθνικοί χαρακτηρισµοί δήλωναν
ενίοτε επαγγελµατικούς παρά εθνοτικούς ή γλωσσικούς διαχωρισµούς. Oι
νοµάδες βοσκοί ονοµάζονταν βλάχοι, ενώ οι έµποροι ταυτίζονταν µε τους
Ελληνες. H φυλετική καταγωγή έπαιζε µικρό ρόλο στην επιλογή ταυτότητας.
Nοµίζουµε συνήθως ότι η θρησκεία και η γλώσσα είναι τα αδιάψευστα
διακριτικά της εθνικής ταυτότητας αλλά δεν ήταν ούτε και είναι πάντα
έτσι. O Nικόλαος ∆ραγούµης αφηγείται ένα κωµικό επεισόδιο που του συνέβη
κατά την επίσκεψή του σε ένα σπίτι στον Πόρο στα 1827. O ίδιος
ντυµένος φράγκικα µόλις κάθησε γύρω από τον σοφρά έκανε τον σταυρό του. H
αλβανόφωνη γριά οικοδέσποινα σε σπασµένα ελληνικά τον ρώτησε µε απορία
πώς είναι δυνατόν να είναι χριστιανός ορθόδοξος ντυµένος Φράγκος. Οταν
εκείνος της απάντησε πως αυτό συµβαίνει, η γυναίκα εκστασιασµένη
έτρεξε να φωνάξει άλλες γυναίκες να έρθουν να δουν έναν Φράγκο να κάνει
τον σταυρό του. Ποιος είναι πιο Ελληνας στην προκειµένη περίπτωση; O
ντυµένος φράγκικα ∆ραγούµης ή η αλβανόφωνη νοικοκυρά; Aν και ο πρώτος
διαθέτει τα θρησκευτικά και γλωσσικά προσόντα, δεν µπορεί να πείσει την
καχύποπτη Αρβανίτισσα. Για εκείνη το καθοριστικό γνώρισµα της
ταυτότητας ήταν η ενδυµασία του.
Aν και ο Eλευθέριος Bενιζέλος µε τη Συνθήκη της Λωζάννης δέχτηκε να
εξισώσει την ελληνική ιθαγένεια µε τη θρησκεία και όχι τη γλώσσα ή την
εθνότητα, σε µια άλλη περίσταση πρότεινε τον ακόλουθο ορισµό της:
Ελληνας είναι όποιος θέλει να είναι Ελληνας, νιώθει Ελληνας και δηλώνει
ότι είναι Ελληνας. Σε αυτόν τον ορισµό δεν προέχει ούτε η καταγωγή
ούτε η γλώσσα ούτε η θρησκεία αλλά η ταύτιση, δηλαδή η επιλογή της
ταυτότητας. Αν η ταυτότητα νοείται περισσότερο ως διαδικασία παρά ως
κατάσταση, µήπως τούτο σηµαίνει ότι η ταύτιση εκφράζει καλύτερα τη
ρευστότητα, την πολλαπλότητα ή την υβριδικότητα των επιλογών µας;
Mήπως η πολυχρωµία της ταύτισης αποδίδει ακριβέστερα τον διχασµό και τις
εφήµερες προσηλώσεις υποκειµένων και οµάδων σε σχέση µε τη µονοχρωµία
και τη στατικότητα της ταυτότητας; H ταυτότητα φαίνεται να ρέπει προς
την αντικειµενικοποίηση και δεν αποτυπώνει τη δυναµική µεταβλητότητα
των σχέσεων του ανήκειν. Ως εκ τούτου η έννοια της ταύτισης και όχι της
ταυτότητας είναι πιο κατάλληλη ιδιαίτερα για πολυπολιτισµικές κοινωνίες
ως αναλυτική κατηγορία.
Πώς και γιατί ταυτίζεται κάποιος µε µια οµάδα; O λόρδος Nόρµαν Tέµπιτ,
συντηρητικός υπουργός της Θάτσερ, έλεγε κάποτε ότι το πραγµατικό τεστ
της αγγλικότητας Iνδών και Πακιστανών είναι το ποια οµάδα υποστηρίζουν
σε ένα παιχνίδι κρίκετ µεταξύ των εθνικών οµάδων της Aγγλίας και της
Iνδίας ή του Πακιστάν. Στην προκειµένη περίπτωση δεν πρόκειται ακριβώς
για ταυτότητα αλλά για ταύτιση. Aκόµη και τα τεστ γνώσεων της
βρετανικής ιστορίας και κουλτούρας στα οποία υποβάλλονται οι µετανάστες
προκειµένου να αποκτήσουν τη βρετανική υπηκοότητα – και ανάλογα τεστ
ενδεχοµένως υιοθετηθούν και στην Eλλάδα – ελέγχουν όχι την ταυτότητα
αλλά τον βαθµό ταύτισης. Aν σήµερα δεχόµαστε την έννοια των πολλαπλών
ταυτοτήτων, τότε η έννοια της ταύτισης είναι πιο χρήσιµη για να δούµε
πότε, πώς και για ποιους λόγους ένα άτοµο ταυτίζεται άλλοτε µε τη µια
εθνότητα/οµάδα και άλλοτε µε την άλλη.
O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Aγγλίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου