Το 1990 ο αριθμός των αδειών φορτηγών δημοσίας χρήσεως ανερχόταν στις 35.000. Εκτοτε το ΑΕΠ έχει διπλασιαστεί, όμως ο αριθμός των αδειών παραμένει ο ίδιος. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να αντιληφθεί τις στρεβλώσεις που προκαλούν αυτά τα δύο δεδομένα. Οταν το μεταφορικό έργο αυξάνεται, ενώ ο αριθμός των αδειών παραμένει σταθερός, επιβαρύνεται πρώτα από όλα το κόμιστρο. Κάπως έτσι προκύπτει ένα μέρος του λεγόμενου δομικού πληθωρισμού της ελληνικής οικονομίας.
Οι στρεβλώσεις όμως δεν σταματούν εδώ. Μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του ΙΟΒΕ, από τον Σεπτέμβριο του 2006 δείχνει, ότι για να αντιμετωπίσουν τη μεταφορική στενότητα οι ελληνικές εταιρείες δημιούργησαν και συντηρούν ιδιόκτητους στόλους φορτηγών, οι οποίοι και το λειτουργικό τους κόστος επιβαρύνουν και ως πάρεργο αντιμετωπίζονται.
Ολα αυτά είναι γνωστά εδώ και πολλά χρόνια. Επίσης, γνωστό είναι, ότι αντιβαίνουν τις τάσεις που διαμορφώθηκαν εδώ και δύο δεκαετίες διεθνώς, να ανατίθεται το μεταφορικό έργο σε εξειδικευμένους μεταφορείς.
Η φιλελεύθερη προσέγγιση σε ένα τέτοιο πρόβλημα θα ήταν η απελευθέρωση των αδειών. Η φιλελεύθερη προσέγγιση όμως λογίζονταν ως αιρετική στην Ελλάδα ώς τον Μάιο του 2010. Αυτό που ευαγγελίζονταν τα δύο κόμματα εξουσίας ήταν κάτι διαφορετικό, κάτι που ίσως να αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο ο νεόκοπος όρος «κοινωνικός φιλελευθερισμός», τον οποίο εισήγαγε προσφάτως ο αρχηγός της αντιπολίτευσης στα πολιτικά μας πράγματα. Τι ακριβώς είναι ο «κοινωνικός φιλελευθερισμός»; Στην πράξη, γιατί αυτή μας ενδιαφέρει, σημαίνει στα λόγια να τάσσεσαι υπέρ της ελεύθερης αγοράς -κάτι που είσαι υποχρεωμένος να κάνεις ως μέλος της Ε.Ε. και της ΟΝΕ- αλλά με τον προσδιορισμό «κοινωνικός» να κλείνεις το μάτι σε όλες τις αναξιοπαθούσες κοινωνικές ομάδες ότι δεν θα θιγούν. Ιδιαίτερα μάλιστα σε εκείνες που είτε έχουν εκλογική ισχύ, είτε μπορούν να σου κάνουν τη ζωή πολύ δύσκολη, όπως οι μεταφορείς. Αυτό που επιθυμεί να δηλώσει άλλωστε ένας φιλελευθερισμός με επιθετικό προσδιορισμό είναι ότι δεν είναι φιλελευθερισμός. Το διαπιστώσαμε στην πράξη τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.
Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς πως όλες οι λύσεις ήταν βραχύβιες και όλες οι διαρθρωτικές αλλαγές σταματούσαν εκεί που έθιγαν ισχυρά οργανωμένα κοινωνικά συμφέροντα.
Σε μια τέτοια πολιτική πραγματικότητα, ήταν εύλογο το Μνημόνιο να αποτελέσει ένα φιλελεύθερο σοκ.
Και δεν είναι τυχαίο, ότι και τα δύο κόμματα εξουσίας έσπευσαν είτε να το απαξιώσουν ως «νεοφιλελεύθερο» είτε να δηλώσουν την απαρέσκειά τους για τις πολιτικές που πρέπει να εφαρμόσουν. Δεν τους προβληματίζει όμως καθόλου, το γεγονός όλες αυτές οι πολιτικές λειτουργούν σε χώρες με το διπλό βιοτικό επίπεδο και ανταγωνιστικότητα από τη δική μας, σε χώρες όπου δεν χρειάζεται να είσαι πλούσιος για να ζεις σαν άνθρωπος...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου