«Ήρθαν ντυμένοι φίλοι, αμέτρητες φορές οι εχθροί μου το παμπάλαιο χώμα πατώντας. Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους. Έφτασαν ντυμένοι φίλοι, αμέτρητες φορές οι εχθροί μου, τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας. Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε παρά μόνον σίδερο και φωτιά…». Σεβαστοί ιερείς, κύριε Δήμαρχε, κύριε Πρόεδρε του Δημοτικού Συμβουλίου, αγαπητοί συμπολίτες και συμπολίτισσες, τιμημένοι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, αυτοί οι στίχοι του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη αποδίδουν, με τον καλύτερο τρόπο, τα γεγονότα του ολοκαυτώματος των Σερβίων. Αγαπητοί συμπολίτες και συμπολίτισσες,
η δεκαετία του 40 δεν ήταν μια ευτυχισμένη εποχή για την πόλη μας. Είχαν προηγηθεί, μετά την καταστροφή που είχε συντελεστεί κατά την περίοδο της απελευθέρωσής της το 1912, τρεις δεκαετίες γεμάτες πόνο, οικονομική ανέχεια και πολιτικής ανωμαλίας. Μέσα σε ένα τέτοιο ζοφερό περιβάλλον ο λαός της πόλης μας, ντόπιοι και πρόσφυγες που ήρθαν μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, αγωνίζονταν να αναστήσουν την πληγωμένη οικονομία των νοικοκυριών τους, να αναδείξουν μια νέα συνοχή που εξέλειψε με τις πληθυσμιακές ανταλλαγές, να κάνουν εντέλει τα Σέρβια ένα οικιστικό οικοδόμημα αντάξιο της μακραίωνης ιστορίας της πόλης. Σ’ αυτή την προσπάθεια, με τα εμπόδια που έβαζαν για τρεις δεκαετίες οι πολεμικές συρράξεις στην περιοχή και οι ανώμαλες πολιτικές καταστάσεις, ήρθε ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος σαν κορύφωση για να ολοκληρώσει την καταστροφή, να ανακόψει κάθε ειρηνική προσπάθεια του λαού μας για μια καλύτερη ζωή.
Η απόκρουση της ιταλικής επίθεσης και το έπος του λαού μας στην Αλβανία δεν στάθηκαν αρκετά για να ανακόψουν την επιθετικότητα του φασισμού. Δεν έβαλαν τέλος στην εκδήλωση της βαρβαρότητας που απειλούσε με συνολική κυριαρχία την ευρωπαϊκή ήπειρο και όχι μόνο. Η προσωρινή ήττα και η κατοχή που ακολούθησε έφεραν ανεπανόρθωτες καταστροφές στο φυσικό πλούτο, στην οικονομία και στην πνευματική ανάπτυξη της χώρας μας. Το χειρότερο φυσικά ήταν οι χιλιάδες νεκροί και τραυματίες που άφησε πίσω της η ανεξέλεγκτη εκδήλωση θηριωδίας που επεφύλασσαν τα στρατεύματα κατοχής.
Αυτή την πρωτοφανή επίδειξη βαρβαρότητας που ο φασισμός εισήγαγε στη χώρα μας, η πόλη μας την πλήρωσε με τον πιο ακραίο τρόπο: με ένα ολοκληρωτικό ολοκαύτωμα που θα τη σημάδευε οικιστικά, πληθυσμιακά και οικονομικά μέχρι και τη σημερινή εποχή. Δεν ήταν τυχαίο γεγονός αυτό που συνέβη στα Σέρβια το Μάρτη του 1943, ούτε απλώς ένα αποτέλεσμα αντεκδίκησης για στιγμιαία γεγονότα. Η πόλη μας και πολλά από τα γύρω χωριά πλήρωσαν ακριβά την περήφανη στάση των κατοίκων της περιοχής μας από την πρώτη στιγμή που είχαν περιέλθει στην κατοχή των γερμανοϊταλικών στρατευμάτων. Με εξαίρεση ελάχιστους δωσίλογους, η πλειοψηφία των κατοίκων της πόλης μας όχι μόνο δεν προσέφερε «γην και ύδωρ» στον κατακτητή, αλλά αντιστάθηκε ενεργά στη φασιστική λαίλαπα. Θέλανε τη γη τους λεύτερη, γνωρίζοντας καλά πως ο δρόμος για τη λευτεριά ήταν ένας, αυτός του αγώνα, της αυταπάρνησης και της θυσίας. Δεν τους βόλευε η σκέψη πως θα σκλαβωθεί η ζωή τους, πως θα γίνει παράνομη η αλήθεια των προγόνων τους.
Πολύ γρήγορα, μετά την ίδρυση του Ε.Α.Μ., μέλη και στελέχη του Κομμουνιστικού και Αγροτικού κόμματος ίδρυσαν τις πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις. Είναι τιμή για την πόλη μας που η μεγάλη πλειοψηφία ανδρών και γυναικών, νέων και γέρων εντάχθηκαν ενεργά σ’ αυτές τις οργανώσεις και έδωσαν ό,τι είχαν καλύτερο στον τίμιο αγώνα που ξεκινούσε. Ε.Α.Μ., Εθνική Αλληλεγγύη και Ε.Π.Ο.Ν. αγκάλιασαν τα πιο τίμια στοιχεία των πατεράδων μας και έγραψαν ένα νέο ανεπανάληπτο έπος, εκείνο της Εθνικής Αντίστασης. Πολλοί από αυτούς, είτε πριν είτε μετά το ολοκαύτωμα, έπραξαν το ύψιστο καθήκον που επιβάλλει ο πραγματικός πατριωτισμός. Κατατάχθηκαν στα ένοπλα τμήματα της Αντίστασης, στον θρυλικό Ε.Λ.Α.Σ., και συμμετείχαν ενεργά στον τελικό στόχο του αγώνα, (που ήταν η απελευθέρωση της χώρας και το τσάκισμα το φασισμού) στην απελευθέρωση της χώρας και στο τσάκισμα του φασισμού. Τα καλύτερα παιδιά αυτού του τόπου πλήρωσαν αυτή τη φυσική εκδήλωση του πατριωτισμού τους ακριβά. Πείνα και κακουχίες, αμέτρητοι τραυματίες και, δυστυχώς, πολλοί, αλλά τιμημένοι νεκροί. ΑΥΤΟ το χρέος, που η πόλη μας εξετέλεσε στο ακέραιο, θα πλήρωνε με την ολοκληρωτική καταστροφή της.
Τα γεγονότα που προηγήθηκαν του ολοκαυτώματος ακούγονται συνηθισμένα για μια εποχή πολέμου, αλλά δεν παύουν να είναι μεγαλειώδη, αν σκεφτεί κανείς τη μεγάλη διαφορά υλικών δυνάμεων ανάμεσα στον κατακτητή και τις δυνάμεις της Εθνικής Αντίστασης. Η διαφορά αυτή ξεπεράστηκε γρήγορα από το περίσσευμα ψυχής και τα ιδανικά που διέθεταν οι αγωνιστές της λευτεριάς. Με τέτοια εφόδια οι φτωχά εξοπλισμένοι Ελασίτες είχαν καταφέρει σοβαρά χτυπήματα τις προηγούμενες μέρες στα κατοχικά στρατεύματα. Στα μεταλλεία του Χρωμίου, στον Άγιο Δημήτριο Ελασσόνας, στο Μπούρινο το αντάρτικο ντουφέκι έδωσε μαθήματα τιμής σε δυνάμεις υπέρτερες. Αποκορύφωμα η αιχμαλωσία Ιταλών στο Μπουγάζι στη Σιάτιστα. Ο στρατηγικός εξευτελισμός των κατακτητών ξυπνούσε τα πιο βάρβαρα ένστικτά τους που ζητούσαν εκδίκηση. Μια ολόκληρη ιταλική μεραρχία ετοιμάστηκε από τη Λάρισα και κατευθυνόταν προς τη Σιάτιστα για να πλήξει τις δυνάμεις του Ε.Λ.Α.Σ. Η σύντομη, όπως αποδείχτηκε, αποχώρηση των Γερμανών από τα Σέρβια γέμισε με ενθουσιασμό τον πληθυσμό της πόλης και ξεσήκωσε ένα λαϊκό πανηγύρι που όμοιό του δεν είχε ξαναζήσει η πόλη. Οι, έστω σύντομες, ανάσες λευτεριάς δίνανε κουράγιο στους πρωτοπόρους της Αντίστασης και εντάσαν (ενέταξαν) στις γραμμές της όλο και πιο πολλούς. Γέμισαν τα Σέρβια από ελληνικές σημαίες, όλος ο κόσμος βγήκε έξω να υποδεχτεί τους αντάρτες του Στάμκου, μετά από χρόνια ακούστηκε τραγούδι στους λεύτερους δρόμους. «Εμπρός Ε.Λ.Α.Σ. για την Ελλάδα, το δίκιο και τη λευτεριά»…. Σ’ αυτή τη λαϊκή συναυλία μαέστρος στάθηκε ένας θρησκευτικός ηγέτης. Ο Δεσπότης Σερβίων και Κοζάνης Ιωακείμ, «εγκατέλειψε την θέσιν του», όπως αργότερα τον κατηγόρησαν, για να είναι εκεί που φυλάγουν Θερμοπύλες. Αναμφισβήτητος πνευματικός ηγέτης της περιοχής, τίμησε τα φλογισμένα ράσα που φορούσε με τους πύρινους λόγους του. Καθοδήγησε το λαό του στο δρόμο του αγώνα και της αντίστασης. Και μέσα σε όλα που έλεγε και έκανε, είδε και το τελευταίο σημάδι της ντροπής. Η γερμανική σβάστικα είχε παραμείνει κρεμασμένη στο φρουραρχείο που είχαν εγκαταλείψει οι δυνάμεις κατοχής. Δεν ταίριαζε το φριχτό σύμβολο του ναζισμού με την ελληνικά ντυμένη πόλη. Γύρισε λοιπόν στον παλιό κομμουνιστή καφετζή Κώστα Κουνέτη και αυστηρά του είπε: «Τι το κρατάτε αυτό το κουρέλι.» Η αντίδραση ήταν άμεση στην παράλειψη που ο γενικός ενθουσιασμός είχε προκαλέσει. Με παρότρυνση του Κουνέτη, του βλάχου καφετζή Κώτσου όπως τον φωνάζαν, ο 16χρονος βοηθός του Νίκος Μεγαρέας, νεαρός Επονίτης τότε, ξεκρέμασε το «κουρελόπανο» και έδωσε πιο πολύ φως στην πόλη.
Αγαπητοί συμπολίτες και συμπολίτισσες,
η συμβολική αυτή ενέργεια ενός 16χρονου και ενός απλού καφετζή είναι για την πόλη μας σημείο αναφοράς για την αντιστασιακή της δράση και τη μαρτυρική της κατάληξη. Θυμόμαστε το ολοκαύτωμα μαζί με αυτή την πράξη τιμής, ήρωες της οποίας είναι οι τιμώμενοι, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, αγωνιστές Μεγαρέας και Κουνέτης. Τονίζουμε το επιτέλους γιατί η πατριωτική αυτή πράξη δεν είχε, όπως και χιλιάδες άλλες, την τιμή που της άξιζε. Ενταγμένη στο φυσικό χώρο που τη γέννησε, στην Εθνική Αντίσταση, δεν έτυχε αναγνώρισης από την επίσημη πολιτεία για πολλά χρόνια. Οι φυσικοί φορείς της, οι δύο τιμώμενοι αγωνιστές, πέθαναν ο Κουνέτης στην εξορία και ο Μεγαρέας φτωχός, χωρίς καμία αναγνώριση και τιμή. Η, έστω και καθυστερημένη, αναγνώρισή τους από το Δήμο Σερβίων τιμάει την πόλη μας και υπενθυμίζει στην πολιτεία την υποχρέωσή της να προχωρήσει στην ιστορική δικαίωση όλων αυτών που πάλεψαν για τη λευτεριά και τα δίκαια του λαού μας. Είναι υποχρέωση της Δημοτικής Αρχής, σύντομα να τιμήσει τους δύο αγωνιστές βάζοντας τα ονόματά τους σε κάποιους δρόμους των Σερβίων. Η τιμή δε των ιδανικών για τα οποία πάλεψαν να εκτελεστεί ελάχιστα με τον ανδριάντα του μητροπολίτη Ιωακείμ στην κεντρική πλατεία της πόλης.
Πατριώτισσες και πατριώτες,
οι ηρωικές αυτές στιγμές που έζησε η πόλη μας, το μέγεθος της συμβολής της στην καθυστερημένη άφιξη της μεραρχίας Πινερόλο στη Σιάτιστα, με αποτέλεσμα τη θετική έκβαση για τον ΕΛΑΣ της μάχης που δόθηκε στο Φαρδύκαμπο, πληρώθηκε ακριβά. 66 χρόνια μετά, μετράμε ακόμα τις συνέπειες του ολοκαυτώματος και της κατοχικής περιόδου. Δεν είναι μόνο η φυσική εξόντωση εκατοντάδων συμπολιτών μας κατά την περίοδο της κατοχής. Είναι και η τεράστια οικονομική καταστροφή που επέφεραν και η μεγάλη μετανάστευση που ακολούθησε. Είναι η οικιστική καταστροφή που συντελέστηκε σε σημείο τέτοιο ώστε τα Σέρβια να μη διατηρούν ούτε ένα στοιχείο από την παλιά ιστορική τους ταυτότητα. Οι πολεμικές αποζημιώσεις, που δεν ήρθαν ποτέ, συμπλήρωσαν τα ολέθρια αποτελέσματα του ολοκαυτώματος. Είναι η συνηθισμένη ιστορία των μαρτυρικών πόλεων που, δυστυχώς ακόμη και σήμερα, πληρώνουν αυτό που δεν τους αναγνωρίστηκε έμπρακτα, τόσο από τους άμεσα υπεύθυνους για τις καταστροφές που προκάλεσαν αλλά δυστυχώς και από την επίσημη πολιτεία.
Αγαπητοί φιλοξενούμενοι, συμπολίτες και συμπολίτισσες.
Η τραγωδία των Σερβίων επιβάλλει μια και μόνο δυνατότητα σε κάθε τίμιο άνθρωπο: την αταλάντευτη προσήλωση στα ιδανικά της ειρήνης και στην ανάγκη για ένα εσωτερικό και διεθνή βίο, που θα υπακούει σε κανόνες δικαίου. Κι αυτή η προσήλωση θα πρέπει να εκφράζεται χωρίς διακρίσεις και προς όλες τις πηγές της βαρβαρότητας, κυβερνητικές και μη. Γιατί, όλοι το ξέρουμε, οι γενοκτονίες, τα ολοκαυτώματα και οι πόλεμοι δεν σταμάτησαν, η αγριότητα δεν εξέλειψε. Και ο αγώνας εναντίον τους θα πρέπει να δίνεται από όλους και αδιάκοπα.
Ποιος από εμάς δεν έχει βαθιά μέσα του συνείδηση του παρελθόντος του; Όλοι εμείς ανήκουμε σε γενιές που τη συνείδησή μας σφραγίζει η 6η Μαρτίου του 1943. Αυτή η σφραγίδα είναι μαζί γνώση και συναίσθημα, στάση ζωής και αντίληψη για τα πράγματα. Δεν είναι μια παρωχημένη υπόθεση, αλλά μια ιστορία που ζει μέσα στη σκέψη και στην καρδιά μας. Είμαστε όλοι παιδιά του ζόφου και της τραγωδίας, είμαστε οι απόγονοι εκείνης της φρικτής στιγμής.
Αυτή είναι η ιστορική μας συνείδηση, αυτή είναι η καταγωγή μας, αυτή είναι η δική μας παράδοση. Κι αυτήν την παράδοση οφείλουμε να την κρατάμε ζωντανή με αξιοπρέπεια και ευθύνη, με σοβαρότητα και αίσθηση τους χρέους. Οι νεκροί των Σερβίων δεν είναι το φορτίο που βαραίνει τους ζωντανούς, αλλά η μνήμη που μας τροφοδοτεί, που μας οδηγεί και που μας δίνει τους μεγάλους στόχους της κοινής μας ζωής.
Αποτίνοντας φόρο τιμής, δανείζομαι τα λόγια από το Πνευματικό Εμβατήριο του Άγγελου Σικελιανού, γιατί, ακριβώς, επειδή γράφτηκαν μέσα στη δίνη του πολέμου και της ναζιστικής κατοχής, μπορούν να αποδώσουν, ακριβέστερα, την αξία και τη σημασία της θυσίας, το μεγαλείο του ηρωικού λαού μας.
Ομπρός αδέλφια και δεν βολεί μοναχός του ν’ ανέβει ήλιος, ομπρός αδέλφια και μας έζωσε με τη φωτιά του…» και να που η φωτιά του γίνηκε φωτιά της λευτεριάς, φωτιά της ζωής και της αιωνιότητας.
Νίκος Χατζηδημητράκος, Δημοτικός Σύμβουλος της Δημοτικής Αγωνιστικής Συνεργασίας