Κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Παρέμβαση το νέο βιβλίο της Ολυμπίας Τσικαρδάνη με τίτλο «Αψιθιά με μέλι». Πρόκειται για μια ποιητική συλλογή, που μέσα από τη λυρική γραφή της συγγραφέως, φανερώνει την ευεργετική διάσταση της ποίησης για τον άνθρωπο, μπροστά σε κάθε δυσκολία ή προβληματισμό του. Πηγή έμπνευσης η φύση και η δισδιάστατη λειτουργία της, μπλέκοντας αντίθετα στοιχεία, κάτι που φαίνεται και μέσα από τον τίτλο που παντρεύει το πικρό με το γλυκό.
– Ο τίτλος της ποιητικής σας συλλογής, «Αψιθιά με μέλι», μας παραπέμπει σε κάτι πικρό και παράλληλα γλυκό∙ έτσι «γλυκόπικρο» θα χαρακτηρίζατε και το περιεχόμενό της; Ποιες οι θεματικές που την απαρτίζουν;
Όταν συγκέντρωσα το υλικό της νέας μου ποιητικής συλλογής, άρχισα να ψάχνω έναν τίτλο που να υπονοεί το περιεχόμενό της χωρίς να το αποκαλύπτει. Ήθελα να εμπνέεται από τα μυστικά της φύσης που είναι κυρίαρχη στο ποιητικό μου σύμπαν και ταυτόχρονα να συμβολίζει το θαυμαστό μυστήριο της ζωής. Έτσι κατέληξα στον τίτλο «Αψιθιά με μέλι». Γιατί, όπως η φύση μας χάρισε όλες τις γεύσεις, το πικροβότανο της αψιθιάς αλλά και το μέλι για να γλυκάνουμε τη γλώσσα μας από την πικράδα του, έτσι και η ποίηση, μπορεί να γλυκάνει την ψυχή μας και να διασώσει τη συνείδησή μας όταν οι δυσκολίες της ζωής πικραίνουν το νου και τη σκέψη μας.
Γλυκόπικρη λοιπόν ποίηση -όπως και η ζωή- με ποικιλία θεμάτων που το επιβεβαιώνουν, όπως: η αναζήτηση απαντήσεων σε ερωτήματα υπαρξιακά, το νόημα της τέχνης, ο ρόλος της γυναίκας στον σύγχρονο κόσμο, ο έρωτας, οι ανθρώπινες σχέσεις, ο εγκλεισμός, η φυγή των παιδιών, η σχέση μου με τη νέα γενιά και τη γλώσσα, η ανάγκη μας για όνειρα, η αναζήτηση της ελευθερίας, ο πόλεμος, τόποι και άνθρωποι της ιστορίας, αλλά και ο θαυμασμός μου για πρόσωπα που με ενέπνευσαν.
– «Ανεμώνη», «Τοπία της στοργή», «Αψιθιά με μέλι», ξεκινήσατε το συγγραφικό σας ταξίδι με μία ποιητική συλλογή, συνεχίσατε με συλλογή διηγημάτων∙ πόσο εύκολη είναι η μετάβαση από τη φόρμα στην άλλη; Η ψυχολογία του γράφοντος τη δεδομένη στιγμή είναι ένας παράγοντας που καθορίζει την επιλογή;
Η ποίηση είναι αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μου και είναι συνήθως,
αποτέλεσμα μιας αυθόρμητης και ακούσιας ανάγκης να εκφράσω την εσωτερική
φωνή μου με στίχους. Απαιτεί λιγότερο χρόνο και είναι μια διαδικασία
πιο προσωπική και συναισθηματική, με γρήγορη –σχετικά- πραγμάτωση. Η
πεζογραφία αντίθετα, είναι περισσότερο μια πράξη διανοητική, απαιτεί
οργάνωση του πρωτογενούς υλικού και περισσότερο χρόνο, έλεγχο της
φαντασίας και διαμόρφωση των χαρακτήρων των ηρώων, με στοιχεία
μυθοπλασίας.
Η μετάβαση από το ένα είδος στο άλλο έγινε κάποια στιγμή αβίαστα και
φυσικά, γιατί έτσι κι αλλιώς μου αρέσουν και άλλα είδη γραφής, όπως το
δοκίμιο, το άρθρο και το διήγημα. Με τα διηγήματα, νομίζω ότι
ξανασυστήθηκα στους αναγνώστες μου ως λογοτεχνικό υποκείμενο με τρόπο
πιο άμεσο και κατανοητό, μετατρέποντας το υλικό αληθινών ιστοριών, σε
συγκινησιακό λόγο. Όσο για τη γραφή, πράγματι, νιώθω κι εγώ πως
επηρεάζεται από την ψυχολογία της στιγμής, της επικαιρότητας και της
περιρρέουσας ατμόσφαιρας. Η έντονη συναισθηματική φόρτιση για
παράδειγμα, με οδηγεί κατά κανόνα στα μονοπάτια της ποίησης, ενώ η επαφή
μου με τον ανθρώπινο πόνο, με οδηγεί στην πεζογραφία.
– «Το μόνο που ζητάς/ είναι οι λέξεις σου πριν λυτρωθούν,/ ν ’αντιφεγγίζουν ένα όνειρο αθωότητας/ στο υφαντό του χρόνου»∙ τι προσδοκά ένας ποιητής μέσα από τους στίχους του;
Δεν ξέρω αν οι προσδοκίες των ποιητών είναι εξ αρχής συγκεκριμένες ή
αν είναι ίδιες για όλους. Καταλαβαίνω όμως, πως υπάρχει μια εσωτερική
ανάγκη στον καθένα μας να εκφράσουμε το ψυχικό και νοητικό σύμπαν που
μας συνθέτει. Οι ιδέες μας, οι αρχές μας, ο συναισθηματικός μας κόσμος
και η βιοθεωρία μας μετουσιώνονται σε ποιητικό λόγο που μέσα από
συμβολισμούς ανασυνθέτει και αναδημιουργεί τον κόσμο.
Στους παραπάνω στίχους συμπυκνώνεται η προσδοκία του ποιητή να λυτρωθεί
μέσα από τις λέξεις που νιώθει πως πρέπει να ειπωθούν. Να καταφέρει να
δώσει μορφή σε όνειρα αθωότητας και να νικήσει το χρόνο. Να φτιάξει ένα
σπίτι με λέξεις, όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για τους αναγνώστες του.
Η ποίηση πάντως, όπως και κάθε άλλη μορφή τέχνης, έχει ως έπαθλο την
εσωτερική ελευθερία του δημιουργού που αποφασίζει να βγει από τη μόνωση
και αναζητά την επικοινωνία και τη συναισθηματική μέθεξη.
– Παρατηρούμε ανθρώπους του πνεύματος να εμπλέκονται στην πολιτική, παραδείγματος χάριν ο Βασίλης Βασιλικός είναι μέλος πολιτικού κόμματος της Αριστεράς∙ κερδίζει ή χάνει η λογοτεχνία από αυτή τη «συναναστροφή»; Από την άλλη, μπορούν οι λογοτέχνες να επηρεάσουν με τον λόγο τους τη μάζα;
Αν ζούσαμε σε έναν κόσμο «αγγελικά πλασμένο», θα μπορούσαν οι λογοτέχνες να γράφουν μόνο για την ομορφιά της ζωής και δεν θα επηρεάζονταν από τα σκοτάδια της ιστορίας και της πολιτικής. Οι λογοτέχνες όμως, δεν ζουν έξω από την εποχή τους και είναι το ίδιο «πολίτες» αυτού του κόσμου όπως όλοι. Είναι λοιπόν φυσικό, να εμπνέονται από ιδέες και αρχές για έναν καλύτερο κόσμο. Οι ιδέες είναι για τον λογοτέχνη ένας διανοητικός συναγερμός που τον ωθεί να ωριμάσει και να ξεφύγει από το ατομικό βίωμα, αναζητώντας το νόημα του βίου σε οράματα συλλογικά. Και αυτό είναι το μεγάλο κέρδος για τη λογοτεχνία. «Γιατί τρυπώνει εκεί που δεν τη σπέρνουν». Ας σκεφτούμε το πλάτος και το βάθος της σκέψης σπουδαίων λογοτεχνών, όπως του Βασίλη Βασιλικού που αναφέρατε, του Καζαντζάκη ή του Λουντέμη, του Ρίτσου ή του Βρεττάκου, που κυνηγήθηκαν για τις ιδέες τους, ενώ εκείνοι είχαν ανοίξει δρόμους ελευθερίας στη σκέψη σε καιρούς πολιτικής ασφυξίας. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως επηρέασαν βαθύτατα γενεές και γενεές αναγνωστών που αναζητούσαν ιδεολογικά ερείσματα σε ένα άνυδρο πνευματικά τοπίο και διαμόρφωσαν την κοινωνική συνείδηση της μεταπολίτευσης.
Εξάλλου, «διανοούμενος» δεν είναι απλά ο μορφωμένος που γράφει για να ξεχωρίσει ως «Εγώ» αλλά αυτός που αντιλαμβάνεται τις προκλήσεις της εποχής του, ζει μέσα στο καμίνι της ιστορίας και των κοινωνικών προβλημάτων, «καίγεται» μέσα του για το «Εμείς» και αγωνίζεται -με όπλο την πένα του- να αφυπνίσει τις εν υπνώσει συνειδήσεις των πολλών για να τους στρέψει στο νοηματισμένο βίο. Εξαιρώ βεβαίως, τους λογοτέχνες που τάσσονται υπέρ του οποιουδήποτε φασισμού, είτε με πειθαναγκασμό, είτε εξαιτίας της πλάνης τους…
Αν η ελληνική κοινωνία σήμερα βουλιάζει στα θολά νερά της διαστρέβλωσης των νοημάτων και της κυριαρχίας του παράλογου, είναι βέβαιο ότι φέρουν τεράστια ευθύνη γι’ αυτό, όλοι οι πνευματικοί ταγοί, συγγραφείς, ποιητές, ακαδημαϊκοί και επιστήμονες, που με την εκκωφαντική σιωπή τους, επέτρεψαν να επικρατήσει η κουλτούρα της «μεταπολιτικής συνενοχής».
– Το ποίημα «Κυρία, με θυμάστε;» είναι ενδεικτικό της διάψευσης των προσδοκιών των νέων για την πορεία της ζωή τους, ενώ το «Γίνε πουλί» είναι αφιερωμένο στους μαθητές σας∙ πιστεύετε πως βαδίζει σωστά η νέα γενιά;
Η νέα γενιά βαδίζει σε δρόμους που εμείς χαράξαμε και η ζωή της δεν είναι καθόλου εύκολη. Έγινε έρμαιο των χαλεπών καιρών και των πάσης φύσης κρίσεων που ταλανίζουν τη ζωή μας. Αύξηση των ανισοτήτων, σπουδές χωρίς αντίκρισμα, οικονομική εξαθλίωση, δυστοπική απομόνωση εγκλεισμών, έλλειψη οραμάτων, απουσία σταθερών θεσμών και δικαιοσύνης, επιβολή αστυνομοκρατίας, κυριαρχία αυθαίρετου εξουσιαστικού λόγου και έκθεση σε παντοειδείς κινδύνους της τεχνολογίας.
Και όμως. Βλέπω ότι η νέα γενιά αγωνίζεται καθημερινά για να τα καταφέρει, παρά τις αντίξοες συνθήκες. Ξενυχτάει διαβάζοντας για το πανεπιστήμιο, διακρίνεται στα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων και σε διεθνείς διαγωνισμούς, συχνάζει σε βιβλιοθήκες, προοδεύει σε ωδεία και σε τερέν αγώνων, ασχολείται με την τέχνη, χωρίς καμιά εγγύηση επαγγελματικής ή έστω ηθικής ανταμοιβής… Οι περισσότεροι νέοι, με γλώσσες, πτυχία και μεταπτυχιακά, παλεύουν με τον Μινώταυρο της διαπλοκής και της αναξιοκρατίας. Γι’ αυτό, το χειρότερο φαινόμενο που βιώνει η χώρα μας τώρα, είναι η φυγή χιλιάδων νέων επιστημόνων στο εξωτερικό. Εμείς μπορούμε να εμπιστευτούμε τους νέους μας. Έχουν περισσότερα προσόντα από μας. Εκείνοι αντίθετα, δεν μπορούν να εμπιστευτούν τη χώρα τους, γιατί τους αντιμετωπίζει ως «παιδιά ενός κατώτερου θεού». Φοβάμαι μόνο, να μη συνηθίσουν τον επιβαλλόμενο κυνισμό της πραγματικότητας, και αλλοτριωθούν. Γιατί τότε, είναι πιθανό, στο μέλλον «να μας επιστρέψουν» με τη μορφή πολιτικών θέσεων, έναν κυνισμό πολύ χειρότερο, εκπαιδευμένα στην αναλγησία που τα ίδια βιώνουν.
– Η πλαισίωση με εικόνες του ποιητικού λόγου είναι κάτι που μπορεί να τον αναδείξει περισσότερο ή δεν αρμόζει σε μια ποιητική συλλογή αυτή η συνύπαρξη;
Ζούμε σήμερα, περισσότερο από ποτέ, στην εποχή των εικόνων. Μας κατακλύζουν στον ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο, στις αφίσες των δρόμων, στα εξώφυλλα βιβλίων ή στα γκράφιτι τοίχων, σε εκθέσεις ζωγραφικής ή φωτογραφίας και παίζουν ρόλο καταλυτικό στη δημιουργία άμεσων εντυπώσεων. Γιατί να μην πλαισιώνουν και τον ποιητικό λόγο που μέσα από την αισθητική των εικόνων αποκτά νέες προσλαμβάνουσες; Τα τελευταία χρόνια, βλέπω αρκετές ποιητικές συλλογές να κοσμούνται στο εσωτερικό τους από σκίτσα ή ζωγραφικές που «συνομιλούν» με τον λόγο του ποιητή και τον συμπληρώνουν. Ειδικά αν υπάρχει μια ιδιαίτερη νοηματική και καλλιτεχνική σύνδεση. Και επειδή μια τέτοια σύνδεση βρήκα κι εγώ στα έργα ζωγραφικής του φίλου μου εικαστικού Φώτη Μανιού, ενέταξα μερικούς πίνακές του στην τελευταία μου ποιητική συλλογή «Αψιθιά με μέλι» των εκδόσεων Παρέμβαση και έργο δικό του κοσμεί και το εξώφυλλο. Τα αντίτυπα με τους πίνακες, λόγω κόστους, θα κυκλοφορήσουν ως συλλεκτικά.
Και με την ευκαιρία, θα ήθελα να του εκφράσω και δημόσια ένα μεγάλο ευχαριστώ από καρδιάς, γιατί μου επέτρεψε να γίνουμε συνταξιδιώτες στο χρόνο, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου μου.
Θα ήθελα, τέλος, να ευχαριστήσω θερμά και τη Δήμητρα Καραγιάννη, γιατί, με τη βοήθειά της ως υπεύθυνης των εκδόσεων Παρέμβαση, το έργο μου έγινε ένα όμορφο, άρτιο αισθητικά βιβλίο που περιμένει να διαβαστεί. Από καρδιάς, ευχαριστώ!
Συνέντευξη στη Φιλιώ Μπτούρη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου