Ύστερα από μια πολυετή κρίση που οδήγησε στην εισαγωγή νέων φορολογικών βαρών προκειμένου να περάσουμε από δημοσιονομικά ελλείμματα σε πλεονάσματα, τίθεται το ερώτημα αν η Ελλάδα φορολογεί υπέρμετρα τους πολίτες, πως κατανέμονται τα φορολογικά βάρη και ποιες αλλαγές πρέπει να γίνουν στη φορολογία.
Τα φορολογικά έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2022 ήταν 28,6% στην Ελλάδα και 27% στην ευρωζώνη. Το 2008 τα αντίστοιχα μεγέθη ήταν 21% και 24,8%. Επομένως η Ελλάδα αύξησε τα φορολογικά έσοδα σημαντικά και είναι λίγο πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης.
Σε ότι αφορά τη φορολογική δικαιοσύνη, αξιολογείται ποια η σχέση άμεσων και έμμεσων φόρων. Οι έμμεσοι φόροι είναι άδικοι στο βαθμό που δεν λαμβάνουν υπόψη τη φοροδοτική ικανότητα των νοικοκυριών και επιβαρύνουν με τον ίδιο τρόπο έναν πλούσιο και έναν φτωχό. Οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2021 ήταν 17,1% και στην ευρωζώνη στο 13,4%. Οι άμεσοι φόροι στην Ελλάδα το 2021 ήταν στο 9,4% και στην ευρωζώνη 13,4%.
Ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι η Ελλάδα συλλέγει περισσότερα έσοδα από τους έμμεσους φόρους – χαρακτηριστικό γνώρισμα μη αναπτυγμένων χωρών – και λιγότερα από τους άμεσους φόρους. Η σχέση άμεσων προς έμμεσους φόρους επιδεινώθηκε σημαντικά κατά την τετραετία (2019-2023). Για να ανατραπεί αυτή η σχέση πρέπει να χτυπηθεί η εκτεταμένη φοροδιαφυγή για την οποία η ΝΔ σιωπά για πελατειακούς λόγους.
Η κυβέρνηση της ΝΔ αρνήθηκε να προχωρήσει σε μειώσεις ΦΠΑ σε κρίσιμα για τα νοικοκυριά αγαθά όπως πρότεινε το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής. Επαίρεται για τις φορολογικές μειώσεις της όταν επέβαλε στα αδύναμα νοικοκυριά τον πιο δυσβάσταχτο, τον «φόρο πληθωρισμού» που ξεπέρασε τα 3 δισ. Ευρώ.
Μια άλλη κρίσιμη παράμετρος φορολογικής δικαιοσύνης είναι η κατανομή των βαρών στο εισόδημα από εργασία και στο εισόδημα από κεφάλαιο. Η κυβέρνηση της ΝΔ μεροληπτικά ελάφρυνε πολύ τη φορολογία εισοδήματος από το κεφάλαιο. Η βασική της θέση είναι ότι η μείωση του συντελεστή των εταιρικών κερδών στο 22% και των μερισμάτων στο 5% θα οδηγήσει σε αύξηση των επενδύσεων. Η μείωση της φορολογίας μερισμάτων στο 5% - η δεύτερη χαμηλότερη φορολόγηση στις χώρες του ΟΟΣΑ - δεν πρόκειται να βοηθήσει στην αύξηση των επενδύσεων αλλά στη μείωση. Αν ίσχυε αυτό τότε η Ιρλανδία που φορολογεί τα μερίσματα με 51% και τα εταιρικά κέρδη με 12,5% δεν θα κατάφερνε να προσελκύσει καμία επένδυση. Ο ΟΟΣΑ συστήνει στην Ελλάδα υψηλότερη φορολόγηση των μερισμάτων. Η υψηλότερη φορολογία στα μερίσματα έχει στόχο την επανεπένδυση στην επιχείρηση και άρα την υγιή ανάπτυξη, η οποία με την σειρά της θα διασφαλίσει υψηλότερους μισθούς στους εργαζομένους.
Τέλος η αύξηση του ορίου για τις γονικές παροχές στις 800.000 δεν αφορά χαμηλά ή μεσαία εισοδηματικά στρώματα αλλά ανώτερα εισοδηματικά στρώματα που διαθέτουν μεγάλη περιουσία και αποτελεί μεροληπτική πολιτική της ΝΔ υπέρ των πλουσίων. Το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής προτείνει τη μείωση στις 400.000 ευρώ.
Αν κάπου πρέπει να προηγηθούν οι φορολογικές ελαφρύνσεις είναι στη φορολογία εισοδήματος από εργασία. Ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής του 44% επιβάλλεται στο εισοδηματικό όριο των 40.000 ευρώ και άνω ωθώντας εργαζόμενους με δεξιότητες εκτός Ελλάδας. Ο ανώτατος φορολογικός συντελεστής 45% στο νόμο 3842/2010 της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ επιβάλλονταν σε εισοδήματα 100.000 ευρώ και άνω.
Αν λοιπόν πραγματικά αγωνιούμε για την επόμενη ημέρα της χώρας, τότε πρέπει να ακυρώσουμε τις φορολογικές πολιτικές που τιμωρούν τους παραγωγικούς εργαζόμενους, να μειώσουμε τους έμμεσους φόρους και να αξιοποιήσουμε τις νέες τεχνολογίες ώστε να μειωθεί η εκτεταμένη φοροδιαφυγή. Τότε το φορολογικό μας σύστημα θα στηρίζει την ανάπτυξη και θα υπηρετεί τη φορολογική δικαιοσύνη.
Άρθρο που δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ 2-4 Ιουνίου 2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου