Εκεί που τέλειωναν τα φώτα των μεγάλων πόλεων του κόσμου, στις παρυφές της Δύσης με την Ανατολή, άρχιζαν τα φώτα μιας άλλης πόλης, με το δικό της χαρακτήρα, με μια κοινωνία διαφορετική, μιας πόλης που τη 'βαλαν κάτω από τα κύματα, μιας χώρας που τη 'θελαν στον βυθό.
Εκεί μολονότι υπήρχαν διαβάσεις και σηματοδότες,
υπήρχαν νόμοι και κανόνες, ο καθένας έκανε ότι ήθελε, -ειδικά οι μεγάλοι και
ισχυροί- και κανέναν μα κανέναν δεν φαινόταν να ενοχλεί αυτό. Εκεί δεν υπήρχε
βιασύνη, δεν υπήρχε άγχος, όλα κυλούσαν με έναν δικό τους ξεχωριστό τρόπο.

















